ξεγλυτώνω

ξεγλυτώνω
ξεγλυτώνα> (Μ)
1. γλυτώνω κάποιον, σώζω ή ελευθερώνω κάποιον από κάτι
2. ξεφεύγω, ελευθερώνομαι από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + γλυτώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”